|
"Οικογένεια
Δημήτρη
Καγκελάρη",
1987
'Εργο
του
Γιάννη
Παπανελόπουλου
(1936)
Λάδι σε
μουσαμά,
150Χ165 εκ.
Αρ.Απ.: Π-35
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
ΚΑΓΓΕΛΑΡΗ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΑΙ
ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ
Η
απώτερη
καταγωγή
της
Οικογένειας
Καγγελάρη
(Καγκελάρη
ή
Καγκελλάρη)
είναι
βυζαντινή,
το
δε
επώνυμό
της
μνημονεύεται
στο
Βυζάντιο
ήδη από
τις
αρχές
του 12ου
αιώνα
στο
πρόσωπο
του
αγιογράφου
Λουκά
Καγκελλάρη,
δημιουργού,
μεταξύ
άλλων,
και της
περίφημης
εικόνας
της
Παναγίας
της
Νικοποιού,
που
σήμερα
κοσμεί
τη
Βασιλική
του
Αγίου
Μάρκου
στη
Βενετία.
Τη
βυζαντινή
καταγωγή
της
οικογένειας
επιβεβαιώνει
και η
ετυμολογία
του
επωνύμου
της, το
οποίο
προέρχεται
από
το
λατινικό
cancellarius, που
σημαίνει
αρχιγραμματεύς.
Στα
χρόνια
της
Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας
οι cancellarii ήταν
ανώτατοι
κρατικοί
λειτουργοί
(άρχοντες),
ενταγμένοι
στο
δικαστικό
σύστημα
του
βυζαντινού
κράτους.
Μετά
την
'Αλωση
της
Κωνσταντινούπολης
(1453) από τα
στρατεύματα
του
Οθωμανού
Σουλτάνου
Μωάμεθ Β'
(1432-1481), η
Οικογένεια
Καγγελάρη
κατέφυγε
αρχικά
στην
Κέρκυρα,
για
να
εγκατασταθεί
τελικά
οριστικά,
στις
αρχές
του 16ου
αιώνα,
στην
Κεφαλονιά,
αμέσως
μετά την
κατάκτηση
του
νησιού
από
τους
Βενετούς.
Εκεί, θα
της
παραχωρηθεί
το
ορεινό
χωριό
Βαρύ, με
σκοπό τη
στρατιωτική
άμυνα
της
βορειότερης
και
πλέον
δύσβατης
και
απρόσιτης
τότε περιοχής
του
νησιού,
της
Ερίσσου,
της
οποίας
θα
αναλάβει
τη
στρατιωτική
άμυνα,
μέχρι να
οικοδομηθεί
το
Φρούριο
της
'Ασσου (1593).
Την
κοινωνική
και
οικονομική
της
δραστηριότητα
θα
αναπτύξει
η
οικογένεια
στο Βαρύ
και
την
ευρύτερη
περιοχή
της
Ερίσσου
για
τους
επόμενους
τρεις
τουλάχιστον
αιώνες,
ενώ
ορισμένοι
από
τους
κλάδους
της,
με άλλο
πλέον
επώνυμο,
διαβιούν
ακόμη
μέχρι και
σήμερα
εκεί.
Παράλληλα,
συνεπής
προς
την τότε
σχετική
κυβερνητική
προς
τις
ευγενείς
οικογένειες
επιταγή,
διαθέτει
(τουλάχιστον
από το 1568)
κατοικία
και
στην
πρωτεύουσα
του
νησιού,
το
Κάστρο
του
Αγίου
Γεωργίου,
όπου μέλη
της
θα
κατοικήσουν
(μέσα στο
Κάστρο ή
στο
Προάστειό
του)
καθόλη
τη
διάρκεια
της
βενετικής
διοίκησης
και πέρα
από
αυτήν,
μέχρι και
σήμερα.
Αργότερα,
μέλη
της θα
μεταναστεύσουν
σε
άλλες
περιοχές
του
νησιού,
όπως
στον
Πύργο (το
μικρό
κάστρο
που
αποτελούσε
έδρα των
στρατιωτικών
της
σωμάτων
και
αργότερα
έδωσε το
όνομά
του στο
ομώνυμο
σημερινό
χωριό),
την
Πλαγιά,
τις
Βασιλικάδες,
το
Κάστρο
και
το Στενό
της
'Ασσου,
τον
Κοθριά
και
άλλα
γειτονικά
χωριά,
χωρίς
όμως να
αφήσουν
εκεί
άρρενες
απογόνους.
Η
πρώτη
σοβαρή
μεταναστευτική
κίνηση
της
οικογένειας
θα
πραγματοποιηθεί
περί τα
μέσα
του 17ου
και
κυρίως
του
18ου αιώνα,
οπότε
κλάδοι
της
εγκαθίστανται
στη Σάμη
και τα
γειτονικά
της χωριά
Αλευράτα,
Γριζάτα
και
Ζερβάτα,
στο
Ληξούρι
και
τα
Μαντζαβινάτα,
καθώς
και
στο
Αργοστόλι.
Τότε
παρουσιάζεται
και η
πρώτη
μεταναστευτική
κίνηση έξω
από το
νησί,
προς τη
γειτονική
Λευκάδα,
που
οριστικοποιείται
με την
απελευθέρωσή
της από
τον
οθωμανικό
ζυγό και
την
εγκατάσταση
στη Χώρα
της
'Αγια
Μαύρας ή
Αμαξική
(δηλαδή
στη
σημερινή
Πόλη
της
Λευκάδας),
αλλά
κυρίως
στο
χωριό
του
Αγίου
Πέτρου,
στα νότια
του
νησιού,
μελών
της
οικογένειας,
απόγονοι
των
οποίων
διαβιούν
εκεί
μέχρι
σήμερα.
Η
πληθυσμιακή
αύξηση,
που
παρουσιάζεται
στα μέσα
του
17ου αιώνα,
εμφανίζει
γιά
πρώτη φορά
σε
μαζική
μορφή
και το
φαινόμενο
της
εξέλιξης
και
αλλαγής
των
επωνύμων
στην
Κεφαλονιά.
Τούτο
συμβαίνει
κυρίως
στις
πολυμελείς
οικογένειες
και
αποβλέπει
στην
καλύτερη
διάκριση
των
διαφόρων
συνώνυμων
κλάδων
μεταξύ
τους. Τα
νέα
αυτά
επώνυμα
προέρχονται
είτε από
"παρατσούκλια",
είτε (και
το
συνηθέστερο)
από το
χριστιανικό
όνομα
κάποιου
ισχυρού
συνήθως
μέλους
της
οικογένειας,
του
οποίου
τα
παιδιά ή
τα
εγγόνια
θέλουν
να
διακριθούν
από τα
ομώνυμά
τους
συγγενικά
πρόσωπα.
Στην
οικογένεια
Καγγελάρη
σχηματίζεται,
τότε,
σειρά
κλάδων
σε
πολλούς
από
τους
οποίους
τα
μέλη θα
διατηρήσουν
την νέα
επωνυμία
τους ενώ
σε
άλλους
θα
την
αποβάλλουν.
Η
διαδικασία
αυτή,
στην
περίπτωσή
της,
πρωτοεμφανίζεται
περί τα
μέσα
του 17ου
αιώνα
για να
ολοκληρωθεί,
με τη μιά ή
την
άλλη
κατάληξη,
περί τα
μέσα
του 18ου
αιώνα.
Αρκετοί
από
τους
κλάδους
αυτούς
υφίστανται
μέχρι
σήμερα
τόσο
στην
Κεφαλονιά
όσο και
αλλού με
τα
νέα αυτά
επώνυμά
τους,
είναι
δε
χαρακτηριστικό
ότι στην
κοιτίδα
της
οικογένειας,
το χωριό
Βαρύ
της
Ερίσσου,
σήμερα
δεν
ζει
μόνιμα
ούτε μία
οικογένεια
με το
επώνυμο
Καγγελάρης,
αλλά
αντίθετα
πολλές
από
τους
κλάδους
που
υιοθέτησαν,
την εποχή
εκείνη,
τα νέα
αυτά
επώνυμά
τους.
Στην
περίπτωση
της
Οικογένειας
Καγγελάρη
το
φαινόμενο
αυτό, όπως
είναι
φυσικό,
εμφανίζεται
για πρώτη
φορά
στο Βαρύ.
Από
τους
κλάδους
που
δημιουργούνται,
εκείνοι
των
Ζεππάτων,
Δανάτων,
Θεοδοσάτων,
Γαλιατζάτων,
Γιακουμάτων,
Λιοσάτων
και
Παπαδημητράτων
υπάρχουν
μέχρι
σήμερα
εκεί,
μαζί με
άλλους
που
εκπήγασαν
αργότερα
από
τα
σπλάχνα
τους,
όπως οι
Βαγγελάτοι,
Βελισσαράτοι,
Πράσα
και
Σταφιέρη
από
τους
Ζεππάτους,
οι
Ματιάτοι
από τους
Δανάτους,
ή οι
Διακάτοι
και
οι
Παυλάτοι
από τους
Γαλιατζάτους.
'Ενας
ακόμη
μεγάλος
κλάδος,
ο των
Μπατιστάτων,
γρήγορα
θα
διασπασθεί
σε
άλλους
εξίσου
πολυάριθμους
(των
Γιωργάτων,
Τζουγανάτων,
Σταματάτων,
Ζαμάνη,
Τακούνη
και
Λουράντων),
από
τους
οποίους
οι
περισσότεροι
υφίστανται
μέχρι
σήμερα
στο Βαρύ,
ενώ ο
των
Λουράντων,
που στα
μέσα
του 18ου
αιώνα
εγκαταστάθηκε
στο
Προάστειο
του
Αγίου
Γεωργίου,
απέβαλε
νωρίς
το
προσεπώνυμο
και
υπάρχει
μέχρι
σήμερα
με
το
αρχικό
επώνυμο
Καγγελάρης
(ή
Καγκελάρης).
Στο Βαρύ
εμφανίζονται
και
άλλοι
κλάδοι
της
οικογένειας,
που όμως ή
απέβαλαν
από
νωρίς το
προσεπώνυμο
ή
εξέλειπαν
στη
συνέχεια,
όπως
οι των
Αλισανδράτων,
Βαλιανάτων,
Γιαννάτων,
Θοδωράτων,
Μαρκάτων,
Παπασταθάτων,
Τζεφέρη
και
Ψαρού.
Μετά την
εγκατάσταση
της
οικογένειας
στο
Ληξούρι
θα
δημιουργηθούν
εκεί οι
κλάδοι
των
Παλούκη
και
Σάρα, ενώ
το
προσεπώνυμο
Ρισιάνος
θα
συναντήσουμε
σε
κλάδους
της στα
Ματζαβινάτα
και το
Αργοστόλι.
'Ομως,
στο
σύνολό
τους
σχεδόν,
οι
τελευταίοι
αυτοί
κλάδοι
επανήλθαν
στο
αρχικό
τους
επώνυμο,
το
Καγγελάρης.
Οικογένεια
ικανών
πολεμιστών
και
ιερωμένων
στο
ξεκίνημά
τους,
οι
Καγγελάρη
θα
διακριθούν
σύντομα
στην
άμυνα
του
νησιού.
Στην
υπηρεσία
της
Γαληνότατης
τουλάχιστον
από το 1550,
θα
αντιμετωπίσουν
με
επιτυχία
εχθρικές
και
πειρατικές
επιδρομές,
ενώ,
παράλληλα
με
την
αποστολή
τους
για
κατασκόπευση
των
κινήσεων
και
προετοιμασιών
των
οθωμανικών
δυνάμεων
στην
αντικρυνή
Στερεά
Ελλάδα,
θα
τους
ανατεθεί
και
η
στρατιωτική
διοίκηση
της
περιοχής
της
Ερίσσου.
Επακόλουθο
της
πολεμικής
τους
δράσης
θα είναι
πολλά
μέλη της
οικογένειας
να μην
αποφύγουν
την
ατυχία
της
σκλαβιάς,
είτε αυτή
προερχόταν
από
πειρατική
επιδρομή,
είτε
από
στρατιωτική
αναμέτρηση.
Ιδιαίτερα
κατά τη
διάρκεια
του
Πολέμου
της
Κρήτης (1645-1669)
οι
περιπτώσεις
αυτές θα
είναι πιό
συχνές.
Θα
διακριθούν,
επίσης,
και
στο
διπλωματικό
τομέα,
μετέχοντας,
το 1561,
πολυμελούς
πρεσβείας
της
Κοινότητας
της
Κεφαλονιάς,
που πήγε
στη
Βενετία
για
να
επιτύχει
την
ελεύθερη
διακίνηση
των
δημητριακών
στο νησί.
Η
καλλιέργεια
της γης
ήταν,
κατά
τους
πρώτους
ιδιαίτερα
αιώνες, η
βασική
απασχόληση
των
κατοίκων
της
Κεφαλονιάς.
Φυσικά
και η
Οικογένεια
Καγγελάρη
φροντίζει
για
την
εκμετάλλευση
της
κτηματικής
της
περιουσίας
(που την
εποχή
αυτή
παράγει
δημητριακά,
σταφίδα,
ελιές,
κρασί
κ.ά.), ενώ
παράλληλα
ασχολείται
με την
κτηνοτροφία
και, σε
μικρότερο
βαθμό, τη
ναυτιλία.
Παρά
το ότι
δεν
σώζονται
βιβλία
των
πρακτικών
του Συμβουλίου
της
Κοινότητας
της
Κεφαλονιάς
παλιότερα
του 1593,
πρέπει να
θεωρείται
βέβαιη η
συμμετοχή
σ'αυτό
της
Οικογένειας
Καγγελάρη,
αφου
μέλη της
εξελέγησαν,
το 1561,
πρέσβεις.
Από το 1652,
πάντως, η
οικογένεια
μετέχει
στις
εργασίες
του
συνεχώς
επί
τέσσερις
διαδοχικές
γενεές.
'Αλλο
σημαντικό
αξίωμα
της
δημόσιας
ζωής
της
Κεφαλονιάς,
στο
οποίο θα
διορισθεί
σειρά
ολόκληρη
μελών
της
οικογένειας
ήταν και
εκείνο
των
νοτάριων.
'Εχουν
διασωθεί
τα
πρωτόκολλα
μόνο
τεσσάρων
από
αυτούς,
μεταξύ
των
οποίων,
όμως,
είναι
και
του
τρίτου
αρχαιότερου
γνωστού
νοτάριου
του
νησιού,
του
Φράγκου
Καγγελάρη.
Η
Οικογένεια
Καγγελάρη
έχει να
παρουσιάσει
μια
σειρά
πρωτοπαπάδων,
παπάδων,
διάκων,
καλόγερων
και
άλλων
εκκλησιαστικών,
αλλά και
προεστών,
δασκάλων,
γιατρών,
κοντόσταυλων
κ.λπ.
καθόλη
την
περίοδο
της
βενετικής
διοίκησης.
Ειδικότερα
ο
αριθμός
των
παπάδων
είναι
ιδιαίτερα
σημαντικός
κατά την
εποχή
αυτή, κατά
την
οποία η
οικογένεια
παρουσιάζει
γενεές
ολόκληρες
ιερωμένων.
Αργότερα,
περί
τα τέλη
του
19ου και
τις
αρχές
του 20ού
αιώνα,
άλλος
καλόγερος
στην
οικογένεια
θα είναι
ένας
από τους
πρωτοπόρους
ιδεολόγους
σοσιαλιστές
του τότε
Βασιλείου
της
Ελλάδος.
Την
φροντίδα,
εξάλλου,
των
οικογενειακών
παρεκκλησίων
και
συναδελφικών
εκκλησιών
είχαν οι
γαστάλδοι
τους,
που
συνήθως
προέρχονταν
από
την ίδια
την
οικογένεια.
Στο Βαρύ
βρίσκουμε,
ήδη από το
16ο
αιώνα,
σειρά
μελών
της ως
γαστάλδους
των δύο
μεγάλων
εκκλησιών
της
οικογένειας,
της
περίφημης
Παναγίας
στα
Κουγιάνα
(σταυροειδούς
με
θολωτό
τρούλλο
και
χαρακτηριστικές
τοιχογραφίες
με τις
ποινές
των
αμαρτωλών)
και του
Αγίου
Στεφάνου.
Από
τα μέσα,
τέλος,
του 19ου
αιώνα
κλάδοι
εγκαθίστανται
μόνιμα
στην
Αθήνα, την
Πάτρα,
την
Ανδραβίδα
και άλλα
μέρη
του
ελλαδικού
χώρου,
στην
Κωνσταντινούπολη,
στην
αντικρυνή
της Κίο
και τα
Πριγκηπόννησα
της τότε
Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας,
στη
Βραΐλα
της
Ρουμανίας,
το
Κερτς
(Παντικάπαιο)
της
Κριμαίας,
καθώς
και στο
Σουέζ
και την
Αλεξάνδρεια
της
Αιγύπτου.
Στον 20ό
αιώνα
μέλη της
οικογένειας
αναζήτησαν
την
τύχη
τους
στην
Αφρική
(Ασμάρα
της
Ερυθραίας,
Βελγικό
Κογκό,
Μπουρούντι
κ.ά),
τα
Ιεροσόλυμα
και την
Κύπρο,
καθώς
επίσης
και
στις
Ηνωμένες
Πολιτείες
της
Αμερικής
και την
Αυστραλία.
Εκεί τα
μέλη
της θα
προοδεύσουν
κυρίως
στο
εμπόριο,
τη
ναυτιλία,
τις
μεταφορές,
τα
γράμματα,
τις
τέχνες
και
τις
επιστήμες.
Όπως ήταν
αναμενόμενο, στα 500
χρόνια
που
έχουν
περάσει
από την
άφιξή
τους
στην
Κεφαλονιά,
άλλαξε κατ'
επανάληψη
το
καθεστώς
της
υπηκοότητάς
τους ως
συνέπεια
των
πολιτικο-στρατηγικών
αλλαγών
στην
περιοχή.
Ο
Κεφαλονίτης
και
Αλεξανδρινός
Αιγυπτιώτης
Παναγιώτης
Δ.
Καγκελάρης
ανήκει
στη 16η
γενεά από
την
εγκατάσταση
της
οικογένειας
στο
Ιόνιο
αυτό
νησί.
Είναι
γιός
του
Δημήτρη Π.
Καγκελάρη
(1922-1996)
και της
Αγγελικής
Ι.
Κυριάκου
(1925-1987).
Ο
πατέρας
του
γεννήθηκε
στο
Σουέζ
της
Αιγύπτου,
πήρε
μέρος
στο
Β'
Παγκόσμιο
Πόλεμο
ως
ιπτάμενος
στη
13η Μοίρα
Ελαφρού
Βομβαρδισμού
της
Ελληνικής
Βασιλικής
Αεροπορίας
(Ε.Β.Α.) με
δράση
στα
μέτωπα
της
Μέσης
Ανατολής,
της
Νότιας
Ιταλίας
και
του
Αιγαίου,
για να
εξελιχθεί
αργότερα
σε
επιτυχημένο
εκτελωνιστή,
διεθνή
διαμεταφορέα
και
ναυτιλιακό
και
τουριστικό
πράκτορα.
Είναι
κατ'ευθείαν
απόγονοι
του
πρωτοπαπά
Γεώργη
Καγγελάρη
(απεβίωσε
προ
του 1565)
και
του
εγγονού
του
καπετάνιου
Μάρκου
Καγγελάρη,
πρέσβυ
της
Κοινότητας
της
Κεφαλονιάς
στη
Βενετία
το 1561. Ο
τελευταίος,
μαζί με
το
θείο
του
καπετάνιο
Δάνια
Καγγελάρη,
στρατιωτικό
διοικητή
της
περιοχής
της
Ερίσσου
από
το 1563,
διακρίθηκαν
στο
στρατιωτικό
και
διπλωματικό
τομέα. Ο
γιός
του
Αλέξης
πιάστηκε
σκλάβος
για
ένα
διάστημα
πριν από
το 1596,
όπως και
ο
δισεγγονός
του
τελευταίου
Γιώργης
Καγγελάρης
(γενάρχης
του
κλάδου
των
Γιωργάτων),
που,
μετέχοντας
στον
Πόλεμο
της
Κρήτης,
αιχμαλωτίσθηκε
κατά τη
διάρκεια
της
πολιορκίας
του
Χάνδακα (1669),
για να
παραμείνει
σκλάβος
τουλάχιστον
μέχρι το 1672.
Ο
εγγονός
του
τελευταίου
Μικέλης
Καγγελάρης,
γενάρχης
του
κλάδου
των
Λουράντων,
εγκαταστάθηκε
το 1755 στο
Προάστειο
του
Αγίου
Γεωργίου
(το
σημερινό
Κάστρο),
όπου ο
γιός του
Παναγής
(απεβίωσε
προ
του 1822)
ξεκίνησε
παράδοση
τεσσάρων
γενεών
ραφτάδων
στην
οικογένεια.
Ο
δισεγγονός
του
τελευταίου
Δημήτρης
Π.
Καγγελάρης
(1844-1898)
θα είναι
ο
τελευταίος
κατ'ευθείαν
γραμμή
πρόγονος
του
Παναγιώτη
Δ.
Καγκελάρη
που θα
γεννηθεί
εκεί. Στα
τέλη
του 19ου
αιώνα
ο πάππος
του
Παναγής
Δ.
Καγκελάρης
(1873-1936),
που είχε
γεννηθεί
στο
Αργοστόλι,
θα
εγκατασταθεί
στην
Αίγυπτο,
όπου θα
ασχοληθεί
με το
εμπόριο
και τις
διεθνείς
διαμεταφορές.
Εκεί θα
προσκαλέσει
την
υπόλοιπη
οικογένειά
του και
θα
αναλάβει
την
ανατροφή
των,
ανήλικων
ακόμη
τότε,
ετεροθαλών
αδελφών
του,
δηλαδή
του
μετέπειτα
γαλλόφωνου
ποιητή
Γεράσιμου
(1890-1925),
του διακεκριμένου
δικηγόρου
Ηλία (1891-1934)
και
της
Αλεξανδρινής
διανοούμενης
Αικατερίνης
(1896-1958)
Καγγελάρη,
γνωστής
για
το εκεί
φιλολογικό
της
σαλόνι.
Σχετική
σελίδα:
Παραγγελία
βιβλίου
Ιστορία
και
Γενεαλογία
του
Οίκου
Καγγελάρη
|